εὐαφήγητος

εὐαφήγητος
εὐαφήγητος, [dialect] Ion. [pref] εὐαπ-, ον,
A easy to describe, Hdt.7.63, D.C.42.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευαφήγητος — εὐαφήγητος, ον, ιων. τ. εὐαπήγητος, ον (Α) ευκολοδιήγητος, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να διηγηθεί ή να περιγράψει («κράνεα περιπεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αφηγούμαι] …   Dictionary of Greek

  • εὐαπήγητον — εὐαφήγητος easy to describe masc/fem acc sg (ionic) εὐαφήγητος easy to describe neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαφήγητον — εὐαφήγητος easy to describe masc/fem acc sg εὐαφήγητος easy to describe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαπήγητος — εὐαπήγητος (Α) ιων. τ., βλ. ευαφήγητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”